Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριστάδιος
τρίσταθμος
τριστάσιος
τριστάτηρος
τριστάτης
τρίστεγος
τριστιχία
τρίστιχος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρίστοος
τρίστροφος
τρισυλλαβέω
τρισυλλαβία
τρισύλλαβος
τρισύνθετος
τρισχημάτιστος
τρίσχημος
τρισχιδής
τρισχιλιέτης
View word page
τρίστομος
three-edged

ShortDef

three-edged

Debugging

Headword:
τρίστομος
Headword (normalized):
τρίστομος
Headword (normalized/stripped):
τριστομος
IDX:
89135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89136
Key:

Data

{'content': 'three-edged'}