Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
τρισσόθεν
τρίσσοθεν
τρισσοκέφαλος
τρισσός
τριστάδιος
τρίσταθμος
τριστάσιος
τριστάτηρος
τριστάτης
τρίστεγος
τριστιχία
τρίστιχος
τριστοιχί
τρίστοιχος
View word page
τρισσός
threefold

ShortDef

threefold

Debugging

Headword:
τρισσός
Headword (normalized):
τρισσός
Headword (normalized/stripped):
τρισσος
IDX:
89124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89125
Key:

Data

{'content': 'threefold'}