Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
τρισσόθεν
τρίσσοθεν
τρισσοκέφαλος
τρισσός
τριστάδιος
τρίσταθμος
τριστάσιος
τριστάτηρος
τριστάτης
τρίστεγος
View word page
τρισσόζωος
with three lives

ShortDef

with three lives

Debugging

Headword:
τρισσόζωος
Headword (normalized):
τρισσόζωος
Headword (normalized/stripped):
τρισσοζωος
IDX:
89120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89121
Key:

Data

{'content': 'with three lives'}