Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
τρισσόθεν
τρίσσοθεν
τρισσοκέφαλος
τρισσός
τριστάδιος
τρίσταθμος
τριστάσιος
τριστάτηρος
τριστάτης
View word page
τρισσεύω
do
ShortDef
do
Debugging
Headword:
τρισσεύω
Headword (normalized):
τρισσεύω
Headword (normalized/stripped):
τρισσευω
IDX:
89119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89120
Key:
Data
{'content': 'do'}