Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
τρισσόθεν
τρίσσοθεν
τρισσοκέφαλος
τρισσός
τριστάδιος
τρίσταθμος
τριστάσιος
View word page
τρισσάκις
thrice
ShortDef
thrice
Debugging
Headword:
τρισσάκις
Headword (normalized):
τρισσάκις
Headword (normalized/stripped):
τρισσακις
IDX:
89117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89118
Key:
Data
{'content': 'thrice'}