Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
τρισσόθεν
τρίσσοθεν
τρισσοκέφαλος
τρισσός
τριστάδιος
View word page
τρίσπονδος
thrice-poured

ShortDef

thrice-poured

Debugging

Headword:
τρίσπονδος
Headword (normalized):
τρίσπονδος
Headword (normalized/stripped):
τρισπονδος
IDX:
89115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89116
Key:

Data

{'content': 'thrice-poured'}