Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
τρισσόθεν
τρίσσοθεν
τρισσοκέφαλος
τρισσός
View word page
τρισπίθαμος
three spans long

ShortDef

three spans long

Debugging

Headword:
τρισπίθαμος
Headword (normalized):
τρισπίθαμος
Headword (normalized/stripped):
τρισπιθαμος
IDX:
89114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89115
Key:

Data

{'content': 'three spans long'}