Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρισμακαρίτης
τρισμέγιστος
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
τρισσαχῆ
τρισσεύω
τρισσόζωος
τρισσόθεν
View word page
τρίσοφος
thrice
ShortDef
thrice
Debugging
Headword:
τρίσοφος
Headword (normalized):
τρίσοφος
Headword (normalized/stripped):
τρισοφος
IDX:
89111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89112
Key:
Data
{'content': 'thrice'}