Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμιμέομαι
ἀντιμίμησις
ἀντίμιμος
ἀντιμισέω
ἀντιμισθία
ἀντιμίσθιον
ἀντίμισθος
ἀντιμισθωτός
ἀντιμίσιον
ἀντιμνηστεύω
ἀντιμοιρεί
ἀντιμοιρέω
ἀντιμοιρία
ἀντιμολεῖν
ἀντίμολπος
ἀντίμορος
ἀντίμορφος
ἀντιμυκάομαι
ἀντιμυκτηρίζω
ἀντιναυπηγέω
ἀντινέμομαι
View word page
ἀντιμοιρεί
by way of compensation

ShortDef

by way of compensation

Debugging

Headword:
ἀντιμοιρεί
Headword (normalized):
ἀντιμοιρεί
Headword (normalized/stripped):
αντιμοιρει
IDX:
8910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8911
Key:

Data

{'content': 'by way of compensation'}