Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακαρίτης
τρισμέγιστος
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισπυθιονίκης
τρισσάκις
View word page
τρισόλβιος
thrice happy

ShortDef

thrice happy

Debugging

Headword:
τρισόλβιος
Headword (normalized):
τρισόλβιος
Headword (normalized/stripped):
τρισολβιος
IDX:
89107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89108
Key:

Data

{'content': 'thrice happy'}