Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακαρίτης
τρισμέγιστος
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
τρισπερίοδος
τρισπίθαμος
View word page
τρισμυριόπαλαι
thirty thousand times long-ago

ShortDef

thirty thousand times long-ago

Debugging

Headword:
τρισμυριόπαλαι
Headword (normalized):
τρισμυριόπαλαι
Headword (normalized/stripped):
τρισμυριοπαλαι
IDX:
89104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89105
Key:

Data

{'content': 'thirty thousand times long-ago'}