Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακαρίτης
τρισμέγιστος
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
τρίσοφος
τρίσπαστος
View word page
τρισμέγιστος
thrice-greatest

ShortDef

thrice-greatest

Debugging

Headword:
τρισμέγιστος
Headword (normalized):
τρισμέγιστος
Headword (normalized/stripped):
τρισμεγιστος
IDX:
89102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89103
Key:

Data

{'content': 'thrice-greatest'}