Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακαρίτης
τρισμέγιστος
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
τρισοῦφος
View word page
τρισμακάριος
thrice-happy

ShortDef

thrice-happy

Debugging

Headword:
τρισμακάριος
Headword (normalized):
τρισμακάριος
Headword (normalized/stripped):
τρισμακαριος
IDX:
89100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89101
Key:

Data

{'content': 'thrice-happy'}