Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακαρίτης
τρισμέγιστος
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
τρισολυμπιονίκης
View word page
τρίσμακαρ
thrice-blest

ShortDef

thrice-blest

Debugging

Headword:
τρίσμακαρ
Headword (normalized):
τρίσμακαρ
Headword (normalized/stripped):
τρισμακαρ
IDX:
89099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89100
Key:

Data

{'content': 'thrice-blest'}