Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγχίρροος
Ἀγχίσης
Ἀγχισιάδης
ἀγχίσπορος
ἀγχιστεία
ἀγχιστεῖα
ἀγχιστεύς
ἀγχιστευτικός
ἀγχιστεύω
ἀγχιστήρ
ἀγχιστικός
ἀγχιστίνδην
ἀγχιστῖνος
ἄγχιστος
ἀγχίστροφος
ἀγχιτελής
ἀγχιτέρμων
ἀγχίτοκος
ἀγχιτόκος
ἀγχιφανής
ἀγχίφυτος
View word page
ἀγχιστικός
belonging to the ἀγχιστεία

ShortDef

belonging to the ἀγχιστεία

Debugging

Headword:
ἀγχιστικός
Headword (normalized):
ἀγχιστικός
Headword (normalized/stripped):
αγχιστικος
IDX:
890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-891
Key:

Data

{'content': 'belonging to the ἀγχιστεία'}