Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισήμερος
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμακαρίτης
τρισμέγιστος
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισμυριοπλασίων
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκας
View word page
τρίσμα
creaking

ShortDef

creaking

Debugging

Headword:
τρίσμα
Headword (normalized):
τρίσμα
Headword (normalized/stripped):
τρισμα
IDX:
89098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89099
Key:

Data

{'content': 'creaking'}