Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
View word page
τρισκακοδαίμων
thrice unlucky
ShortDef
thrice unlucky
Debugging
Headword:
τρισκακοδαίμων
Headword (normalized):
τρισκακοδαίμων
Headword (normalized/stripped):
τρισκακοδαιμων
Intro Text:
thrice unlucky
IDX:
89090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89091
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "thrice unlucky" }