Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισέληνος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
τρίσλοπος
τρίσμα
τρίσμακαρ
View word page
τρισκαιδεκάκις
thirteen times

ShortDef

thirteen times

Debugging

Headword:
τρισκαιδεκάκις
Headword (normalized):
τρισκαιδεκάκις
Headword (normalized/stripped):
τρισκαιδεκακις
IDX:
89089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89090
Key:

Data

{'content': 'thirteen times'}