Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκελίς
τρισκοπάνιστος
View word page
τρισέχθιστος
thrice-detested

ShortDef

thrice-detested

Debugging

Headword:
τρισέχθιστος
Headword (normalized):
τρισέχθιστος
Headword (normalized/stripped):
τρισεχθιστος
IDX:
89086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89087
Key:

Data

{'content': 'thrice-detested'}