Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
τρισήμερος
τρισκαιδεκάκις
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάπτυστος
View word page
τρισέπαρχος
thrice an ἔπαρχος

ShortDef

thrice an ἔπαρχος

Debugging

Headword:
τρισέπαρχος
Headword (normalized):
τρισέπαρχος
Headword (normalized/stripped):
τρισεπαρχος
IDX:
89082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89083
Key:

Data

{'content': 'thrice an ἔπαρχος'}