Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμηνύω
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμηχάνημα
ἀντιμιμέομαι
ἀντιμίμησις
ἀντίμιμος
ἀντιμισέω
ἀντιμισθία
ἀντιμίσθιον
ἀντίμισθος
ἀντιμισθωτός
ἀντιμίσιον
ἀντιμνηστεύω
ἀντιμοιρεί
ἀντιμοιρέω
ἀντιμοιρία
ἀντιμολεῖν
ἀντίμολπος
ἀντίμορος
ἀντίμορφος
ἀντιμυκάομαι
View word page
ἀντιμισθωτός
hired as a substitute

ShortDef

hired as a substitute

Debugging

Headword:
ἀντιμισθωτός
Headword (normalized):
ἀντιμισθωτός
Headword (normalized/stripped):
αντιμισθωτος
IDX:
8907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8908
Key:

Data

{'content': 'hired as a substitute'}