Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισάλαστος
τρισαλιτήριος
τρισάλυπος
τρισάνθρωπος
τρισαρειοπαγίτης
τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
τρισεινάς
τρισέληνος
τρισεξάγιστος
τρισεξώλης
τρισέπαρχος
τρισεπιβάρβαρος
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέχθιστος
τρισέωλος
View word page
τρισβδέλυρος
thrice-abominable

ShortDef

thrice-abominable

Debugging

Headword:
τρισβδέλυρος
Headword (normalized):
τρισβδέλυρος
Headword (normalized/stripped):
τρισβδελυρος
IDX:
89077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89078
Key:

Data

{'content': 'thrice-abominable'}