Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίπτωτος
τριπυλοειδής
τρίπυλον
τρίπυργος
τρίπωλος
τρίρριζος
τρίρρυθμος
τρίρρυμος
τρίς
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρισαλιτήριος
τρισάλυπος
τρισάνθρωπος
τρισαρειοπαγίτης
τρισάριθμος
τρισαριστεύς
τρισάσμενος
τρισατ]υχής
τρισάωρος
τρισβδέλυρος
View word page
τρισάλαστος
thrice-tormented

ShortDef

thrice-tormented

Debugging

Headword:
τρισάλαστος
Headword (normalized):
τρισάλαστος
Headword (normalized/stripped):
τρισαλαστος
IDX:
89067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89068
Key:

Data

{'content': 'thrice-tormented'}