Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίπους
τρίπρατος
τριπρόσωπος
τριπτέον
τρίπτερος
τριπτήρ
τριπτήριον
τρίπτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
τρίπτωτος
τριπυλοειδής
τρίπυλον
τρίπυργος
τρίπωλος
τρίρριζος
τρίρρυθμος
τρίρρυμος
τρίς
τρισάθλιος
View word page
τρίπτυχος
threefold

ShortDef

threefold

Debugging

Headword:
τρίπτυχος
Headword (normalized):
τρίπτυχος
Headword (normalized/stripped):
τριπτυχος
IDX:
89056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89057
Key:

Data

{'content': 'threefold'}