Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίπορνος
τρίπους
τρίπρατος
τριπρόσωπος
τριπτέον
τρίπτερος
τριπτήρ
τριπτήριον
τρίπτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
τρίπτωτος
τριπυλοειδής
τρίπυλον
τρίπυργος
τρίπωλος
τρίρριζος
τρίρρυθμος
τρίρρυμος
τρίς
View word page
τριπτός
rubbed
ShortDef
rubbed
Debugging
Headword:
τριπτός
Headword (normalized):
τριπτός
Headword (normalized/stripped):
τριπτος
IDX:
89055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89056
Key:
Data
{'content': 'rubbed'}