Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριπόνητος
τρίπορθος
τριπορνεία
τρίπορνος
τρίπους
τρίπρατος
τριπρόσωπος
τριπτέον
τρίπτερος
τριπτήρ
τριπτήριον
τρίπτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
τρίπτωτος
τριπυλοειδής
τρίπυλον
τρίπυργος
τρίπωλος
τρίρριζος
View word page
τριπτήριον
rubbing tool
ShortDef
rubbing tool
Debugging
Headword:
τριπτήριον
Headword (normalized):
τριπτήριον
Headword (normalized/stripped):
τριπτηριον
IDX:
89052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89053
Key:
Data
{'content': 'rubbing tool'}