Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριπολία
τριπόλιον
τρίπολις
τριπόλιστος
τριπολῖτις
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τριπορνεία
τρίπορνος
τρίπους
τρίπρατος
τριπρόσωπος
τριπτέον
τρίπτερος
τριπτήρ
τριπτήριον
τρίπτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
View word page
τρίπους
three-footed, of or with three feet (n. a tripod)
ShortDef
three-footed, of or with three feet (n. a tripod)
Debugging
Headword:
τρίπους
Headword (normalized):
τρίπους
Headword (normalized/stripped):
τριπους
IDX:
89046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89047
Key:
Data
{'content': 'three-footed, of or with three feet (n. a tripod)'}