Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίποκος
τριπολία
τριπόλιον
τρίπολις
τριπόλιστος
τριπολῖτις
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τριπορνεία
τρίπορνος
τρίπους
τρίπρατος
τριπρόσωπος
τριπτέον
τρίπτερος
τριπτήρ
τριπτήριον
τρίπτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
View word page
τρίπορνος
a whore in the third degree
ShortDef
a whore in the third degree
Debugging
Headword:
τρίπορνος
Headword (normalized):
τρίπορνος
Headword (normalized/stripped):
τριπορνος
IDX:
89045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89046
Key:
Data
{'content': 'a whore in the third degree'}