Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριποδίζω
τριπόδιος
τριποδοειδής
τριπόθητος
τρίποκος
τριπολία
τριπόλιον
τρίπολις
τριπόλιστος
τριπολῖτις
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τριπορνεία
τρίπορνος
τρίπους
τρίπρατος
τριπρόσωπος
τριπτέον
τρίπτερος
τριπτήρ
View word page
τρίπολος
thrice ploughed

ShortDef

thrice ploughed

Debugging

Headword:
τρίπολος
Headword (normalized):
τρίπολος
Headword (normalized/stripped):
τριπολος
IDX:
89041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89042
Key:

Data

{'content': 'thrice ploughed'}