Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριπόδειος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριποδηφορικός
τριποδηφόρος
τριποδία
τριποδίζω
τριπόδιος
τριποδοειδής
τριπόθητος
τρίποκος
τριπολία
τριπόλιον
τρίπολις
τριπόλιστος
τριπολῖτις
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τριπορνεία
τρίπορνος
View word page
τρίποκος
with triple
ShortDef
with triple
Debugging
Headword:
τρίποκος
Headword (normalized):
τρίποκος
Headword (normalized/stripped):
τριποκος
IDX:
89035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89036
Key:
Data
{'content': 'with triple'}