Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριπενθημιμερής
τριπέρυσιν
τριπέτηλος
τριπετής
τρίπηδος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τριπλανής
τριπλανήτης
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλασιεπίπεμπτος
τριπλάσιος
τριπλασιότης
τριπλασίων
τρίπλεθρος
τριπλεκής
τρίπλευρος
τριπληγόνος
τριπλόη
τριπλοκία
View word page
τριπλασιάζω
to triple, take three times
ShortDef
to triple, take three times
Debugging
Headword:
τριπλασιάζω
Headword (normalized):
τριπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
τριπλασιαζω
IDX:
89009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89010
Key:
Data
{'content': 'to triple, take three times'}