Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριπέμπελος
τριπενθημιμερής
τριπέρυσιν
τριπέτηλος
τριπετής
τρίπηδος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τριπλανής
τριπλανήτης
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλασιεπίπεμπτος
τριπλάσιος
τριπλασιότης
τριπλασίων
τρίπλεθρος
τριπλεκής
τρίπλευρος
τριπληγόνος
τριπλόη
View word page
τρίπλαξ
triple, threefold

ShortDef

triple, threefold

Debugging

Headword:
τρίπλαξ
Headword (normalized):
τρίπλαξ
Headword (normalized/stripped):
τριπλαξ
IDX:
89008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89009
Key:

Data

{'content': 'triple, threefold'}