Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίπατρος
τριπάτωρ
τριπάχυιος
τρίπεδος
τριπέδων
τριπέμπελος
τριπενθημιμερής
τριπέρυσιν
τριπέτηλος
τριπετής
τρίπηδος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τριπλανής
τριπλανήτης
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλασιεπίπεμπτος
τριπλάσιος
τριπλασιότης
τριπλασίων
View word page
τρίπηδος
trot
ShortDef
trot
Debugging
Headword:
τρίπηδος
Headword (normalized):
τρίπηδος
Headword (normalized/stripped):
τριπηδος
IDX:
89003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89004
Key:
Data
{'content': 'trot'}