Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριπάρθενος
τριπάροδος
τρίπατρος
τριπάτωρ
τριπάχυιος
τρίπεδος
τριπέδων
τριπέμπελος
τριπενθημιμερής
τριπέρυσιν
τριπέτηλος
τριπετής
τρίπηδος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τριπλανής
τριπλανήτης
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλασιεπίπεμπτος
τριπλάσιος
View word page
τριπέτηλος
three-leafed; subst. clover

ShortDef

three-leafed; subst. clover

Debugging

Headword:
τριπέτηλος
Headword (normalized):
τριπέτηλος
Headword (normalized/stripped):
τριπετηλος
IDX:
89001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89002
Key:

Data

{'content': 'three-leafed; subst. clover'}