Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριπάλαιος
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπανάγορσις
τριπάνουργος
τρίπαππος
τριπάρθενος
τριπάροδος
τρίπατρος
τριπάτωρ
τριπάχυιος
τρίπεδος
τριπέδων
τριπέμπελος
τριπενθημιμερής
τριπέρυσιν
τριπέτηλος
τριπετής
τρίπηδος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
View word page
τριπάχυιος
thrice-fattened, thrice-gorged

ShortDef

thrice-fattened, thrice-gorged

Debugging

Headword:
τριπάχυιος
Headword (normalized):
τριπάχυιος
Headword (normalized/stripped):
τριπαχυιος
IDX:
88995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88996
Key:

Data

{'content': 'thrice-fattened, thrice-gorged'}