Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίπαλαι
τριπάλαιος
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπανάγορσις
τριπάνουργος
τρίπαππος
τριπάρθενος
τριπάροδος
τρίπατρος
τριπάτωρ
τριπάχυιος
τρίπεδος
τριπέδων
τριπέμπελος
τριπενθημιμερής
τριπέρυσιν
τριπέτηλος
τριπετής
τρίπηδος
τρίπηχυς
View word page
τριπάτωρ
having three fathers

ShortDef

having three fathers

Debugging

Headword:
τριπάτωρ
Headword (normalized):
τριπάτωρ
Headword (normalized/stripped):
τριπατωρ
IDX:
88994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88995
Key:

Data

{'content': 'having three fathers'}