Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
ἀντιμετειλέομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετέχω
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτρησις
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηνίω
ἀντιμηνύω
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμηχάνημα
ἀντιμιμέομαι
ἀντιμίμησις
ἀντίμιμος
ἀντιμισέω
ἀντιμισθία
ἀντιμίσθιον
ἀντίμισθος
ἀντιμισθωτός
ἀντιμίσιον
View word page
ἀντιμηχανάομαι
to contrive against

ShortDef

to contrive against

Debugging

Headword:
ἀντιμηχανάομαι
Headword (normalized):
ἀντιμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμηχαναομαι
IDX:
8898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8899
Key:

Data

{'content': 'to contrive against'}