Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριολύμπιος
τριονία
Τριόπας
τριόρχης
τρίορχος
τριοτό
τριοττίς
τριούγκιον
τριούμβουρα
τριοῦχος
τριόφθαλμος
τριπαγισμός
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαιος
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπανάγορσις
τριπάνουργος
τρίπαππος
τριπάρθενος
View word page
τριόφθαλμος
three-eyed

ShortDef

three-eyed

Debugging

Headword:
τριόφθαλμος
Headword (normalized):
τριόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
τριοφθαλμος
IDX:
88981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88982
Key:

Data

{'content': 'three-eyed'}