Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίξυλος
τριοδέομαι
τριοδήϊος
τριοδία
τριοδίτης
τριοδοντία
τρίοδος
τριόδους
τριόδων
τριοειδής
τρίοζος
τριολύμπιος
τριονία
Τριόπας
τριόρχης
τρίορχος
τριοτό
τριοττίς
τριούγκιον
τριούμβουρα
τριοῦχος
View word page
τρίοζος
with three branches

ShortDef

with three branches

Debugging

Headword:
τρίοζος
Headword (normalized):
τρίοζος
Headword (normalized/stripped):
τριοζος
IDX:
88970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88971
Key:

Data

{'content': 'with three branches'}