Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριμιτάριος
τρίμιτος
τρῖμμα
τριμμάτιον
τριμματολογέω
τριμμός
τρίμνους
τρίμνως
τριμοιρία
τριμοιριαῖος
τριμοιρίτης
τρίμοιρος
τρίμορφος
τρίμυξος
Τρινακρία
τρινακρία
τρίναξ
τρινήσαρχος
τρίνυκτον
τριξέλλας
τρίξεστον
View word page
τριμοιρίτης
a ship's officer receiving triple pay

ShortDef

a ship's officer receiving triple pay

Debugging

Headword:
τριμοιρίτης
Headword (normalized):
τριμοιρίτης
Headword (normalized/stripped):
τριμοιριτης
IDX:
88949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88950
Key:

Data

{'content': "a ship's officer receiving triple pay"}