Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριμήσιον
τριμίγματος
τριμιτάριος
τρίμιτος
τρῖμμα
τριμμάτιον
τριμματολογέω
τριμμός
τρίμνους
τρίμνως
τριμοιρία
τριμοιριαῖος
τριμοιρίτης
τρίμοιρος
τρίμορφος
τρίμυξος
Τρινακρία
τρινακρία
τρίναξ
τρινήσαρχος
τρίνυκτον
View word page
τριμοιρία
a triple portion, triple pay

ShortDef

a triple portion, triple pay

Debugging

Headword:
τριμοιρία
Headword (normalized):
τριμοιρία
Headword (normalized/stripped):
τριμοιρια
IDX:
88947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88948
Key:

Data

{'content': 'a triple portion, triple pay'}