Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριμηνία
τριμηνιαῖος
τρίμηνος
τριμήσιον
τριμίγματος
τριμιτάριος
τρίμιτος
τρῖμμα
τριμμάτιον
τριμματολογέω
τριμμός
τρίμνους
τρίμνως
τριμοιρία
τριμοιριαῖος
τριμοιρίτης
τρίμοιρος
τρίμορφος
τρίμυξος
Τρινακρία
τρινακρία
View word page
τριμμός
a beaten road
ShortDef
a beaten road
Debugging
Headword:
τριμμός
Headword (normalized):
τριμμός
Headword (normalized/stripped):
τριμμος
IDX:
88944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88945
Key:
Data
{'content': 'a beaten road'}