Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίμετρος
τριμηνία
τριμηνιαῖος
τρίμηνος
τριμήσιον
τριμίγματος
τριμιτάριος
τρίμιτος
τρῖμμα
τριμμάτιον
τριμματολογέω
τριμμός
τρίμνους
τρίμνως
τριμοιρία
τριμοιριαῖος
τριμοιρίτης
τρίμοιρος
τρίμορφος
τρίμυξος
Τρινακρία
View word page
τριμματολογέω
smooth, polish

ShortDef

smooth, polish

Debugging

Headword:
τριμματολογέω
Headword (normalized):
τριμματολογέω
Headword (normalized/stripped):
τριμματολογεω
IDX:
88943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88944
Key:

Data

{'content': 'smooth, polish'}