Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριμερίζω
τρίμετρος
τριμηνία
τριμηνιαῖος
τρίμηνος
τριμήσιον
τριμίγματος
τριμιτάριος
τρίμιτος
τρῖμμα
τριμμάτιον
τριμματολογέω
τριμμός
τρίμνους
τρίμνως
τριμοιρία
τριμοιριαῖος
τριμοιρίτης
τρίμοιρος
τρίμορφος
τρίμυξος
View word page
τριμμάτιον
shampoo-powder

ShortDef

shampoo-powder

Debugging

Headword:
τριμμάτιον
Headword (normalized):
τριμμάτιον
Headword (normalized/stripped):
τριμματιον
IDX:
88942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88943
Key:

Data

{'content': 'shampoo-powder'}