Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
ἀντιμετειλέομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετέχω
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτρησις
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηνίω
ἀντιμηνύω
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμηχάνημα
ἀντιμιμέομαι
ἀντιμίμησις
ἀντίμιμος
ἀντιμισέω
View word page
ἀντιμετρέω
to measure out in turn, to give in compensation

ShortDef

to measure out in turn, to give in compensation

Debugging

Headword:
ἀντιμετρέω
Headword (normalized):
ἀντιμετρέω
Headword (normalized/stripped):
αντιμετρεω
IDX:
8893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8894
Key:

Data

{'content': 'to measure out in turn, to give in compensation'}