Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
ἀντιμετειλέομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετέχω
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτρησις
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηνίω
ἀντιμηνύω
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμηχάνημα
ἀντιμιμέομαι
ἀντιμίμησις
ἀντίμιμος
View word page
ἀντιμετέχω
participate reciprocally

ShortDef

participate reciprocally

Debugging

Headword:
ἀντιμετέχω
Headword (normalized):
ἀντιμετέχω
Headword (normalized/stripped):
αντιμετεχω
IDX:
8892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8893
Key:

Data

{'content': 'participate reciprocally'}