Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίκωμος
τριλάγυνος
τριλγλώχις
τρίλεκτος
τρίλινος
τρίλλιστος
τρίλοβος
τριλογέω
τριλογία
τριλοφία
τρίλοφος
τριμάκαιρα
τρίμακρος
τριμαρκισία
τριμαστιγίας
τριμάτιον
τριμάχιον
τριμελής
τριμέρεια
τριμερής
τριμερίζω
View word page
τρίλοφος
with three crests
ShortDef
with three crests
Debugging
Headword:
τρίλοφος
Headword (normalized):
τρίλοφος
Headword (normalized/stripped):
τριλοφος
IDX:
88922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88923
Key:
Data
{'content': 'with three crests'}