Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρικωμία
τρίκωμος
τριλάγυνος
τριλγλώχις
τρίλεκτος
τρίλινος
τρίλλιστος
τρίλοβος
τριλογέω
τριλογία
τριλοφία
τρίλοφος
τριμάκαιρα
τρίμακρος
τριμαρκισία
τριμαστιγίας
τριμάτιον
τριμάχιον
τριμελής
τριμέρεια
τριμερής
View word page
τριλοφία
a triple crest
ShortDef
a triple crest
Debugging
Headword:
τριλοφία
Headword (normalized):
τριλοφία
Headword (normalized/stripped):
τριλοφια
IDX:
88921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88922
Key:
Data
{'content': 'a triple crest'}