Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρικύαθος
τρικυλίνδητος
τρικύλιστος
τρικυμία
τρικώλιος
τρίκωλος
τρικώμαρχος
τρικωμία
τρίκωμος
τριλάγυνος
τριλγλώχις
τρίλεκτος
τρίλινος
τρίλλιστος
τρίλοβος
τριλογέω
τριλογία
τριλοφία
τρίλοφος
τριμάκαιρα
τρίμακρος
View word page
τριλγλώχις
three-barbed

ShortDef

three-barbed

Debugging

Headword:
τριλγλώχις
Headword (normalized):
τριλγλώχις
Headword (normalized/stripped):
τριλγλωχις
IDX:
88914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88915
Key:

Data

{'content': 'three-barbed'}