Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρικράσπεδος
τρίκροος
τρίκροτος
τρίκτυπος
τρικύαθος
τρικυλίνδητος
τρικύλιστος
τρικυμία
τρικώλιος
τρίκωλος
τρικώμαρχος
τρικωμία
τρίκωμος
τριλάγυνος
τριλγλώχις
τρίλεκτος
τρίλινος
τρίλλιστος
τρίλοβος
τριλογέω
τριλογία
View word page
τρικώμαρχος
chief official of a τρικωμία
ShortDef
chief official of a τρικωμία
Debugging
Headword:
τρικώμαρχος
Headword (normalized):
τρικώμαρχος
Headword (normalized/stripped):
τρικωμαρχος
IDX:
88910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88911
Key:
Data
{'content': 'chief official of a τρικωμία'}